ἐσχατόωντος

ἐσχατόωντος
ἐσχατάω
to be at the edge
pres part act masc/neut gen sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εσχατώ — ἐσχατῶ, άω (Α) [έσχατος] 1. μένω τελευταίος 2. (για τόπο) είμαι, βρίσκομαι στο άκρο 3. φθάνω στο τέλος («κούρη ἀπ ὠδίνων τεχθήσεται ἐσχατόωσα», Μαν.) 4. φρ. α) «ἀφ ἑσπέρου ἐσχατόωντος» από την απωτάτη δύση (Καλλ.) β) «κάρηνον ἐσχατόων» το τμήμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”